νημάτωμα

νημάτωμα
το фольк, опоясывание храма или другого места с целью предохранения от злых духов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νημάτωμα" в других словарях:

  • νημάτωμα — το (λαογρ.) περιτύλιξη κτηρίου, ναού ή άλλου χώρου με νήμα, το οποίο θεωρείται ότι έχει τη δύναμη να διώχνει δαιμονική ή άλλου είδους κακή επίδραση από τους κατοίκους τής γύρω περιοχής και τούς προφυλάσσει από επιδημίες και άλλα κακά, αλλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»